- σύμπραξις
- σύμπραξιςassistancefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμπραξις — άξεως, ἡ, ΜΑ βλ. σύμπραξη … Dictionary of Greek
συμπράξει — σύμπραξις assistance fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμπράξεϊ , σύμπραξις assistance fem dat sg (epic) σύμπραξις assistance fem dat sg (attic ionic) συμπράσσω join aor subj act 3rd sg (epic) συμπράσσω join fut ind mid 2nd sg συμπράσσω join fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπράξεις — σύμπραξις assistance fem nom/voc pl (attic epic) σύμπραξις assistance fem nom/acc pl (attic) συμπράσσω join aor subj act 2nd sg (epic) συμπράσσω join fut ind act 2nd sg συμπράσσω join aor subj act 2nd sg (epic) συμπρά̱ξεις , συμπράσσω join aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπραξιν — σύμπραξις assistance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπραξία — ἡ, Α η σύμπραξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπραξις, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
σύμπραξη — η / σύμπραξις, άξεως, ΝΜΑ [συμπράττω] συμμετοχή σε κοινό έργο, συνεργασία … Dictionary of Greek
Πετρώφ, Ιωάννης — (Μόσχα 1844 – 1922). Ρώσος φιλέλληνας. Σπούδασε σε στρατιωτική σχολή και άρχισε τη σταδιοδρομία του ως αξιωματικός πυροβολικού στο ρωσικό στρατό. Σύντομα όμως παραιτήθηκε από τη στρατιωτική σταδιοδρομία και επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Για μια… … Dictionary of Greek
συμπράξεως — συμπράξεω̆ς , σύμπραξις assistance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπράξῃ — συμπράξηι , σύμπραξις assistance fem dat sg (epic) συμπράσσω join aor subj mid 2nd sg συμπράσσω join aor subj act 3rd sg συμπράσσω join fut ind mid 2nd sg συμπράσσω join aor subj mid 2nd sg συμπράσσω join aor subj act 3rd sg συμπρά̱ξῃ , συμπράσσω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)